- αριστευτικός
- ἀριστευτικός, -ή, -όν (Α) [αριστεύω]ο ικανός για έξοχα κατορθώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀριστευτικά — ἀριστευτικός of neut nom/voc/acc pl ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc/acc dual ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστευτικήν — ἀριστευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)